ὁρμῆσαν

ὁρμῆσαν
ὁρμάω
set in motion
aor part act neut nom/voc/acc sg (attic ionic)
ὁρμέω
to be moored
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὅρμησαν — ὁρμάω set in motion imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὁρμάω set in motion aor ind act 3rd pl (attic ionic) ὁρμέω to be moored aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • Αρκάδι — I Ιστορική μονή της Κρήτης, κοντά στο Ρέθυμνο, που το ολοκαύτωμά της το 1866 την ανέδειξε σε σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Η παλαιότερη ιστορία της δεν είναι ακριβώς γνωστή. Ιδρύθηκε ίσως κατά τα τέλη του 12ου αι. και πήρε το όνομά της πιθανώς από …   Dictionary of Greek

  • Σαβίνων, αρπαγή — Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, όταν ο Ρωμύλος έχτισε τη Ρώμη, θέλησε να εξασφαλίσει γυναίκες για τους άντρες που είχε συγκεντρώσει εκεί, γι’ αυτό προσκάλεσε τους γείτονες του Σ. να πάνε στη Ρώμη για να παρακολουθήσουν κάτι αγώνες. Ενώ λοιπόν οι… …   Dictionary of Greek

  • Τίτος Τάτιος — Μυθικός βασιλιάς των Σαβίνων. Μετά τη συμφιλίωση ανάμεσα στον λαό του και στους Ρωμαίους, που ακολούθησε την αρπαγή των Σαβίνων, κυβέρνησε μαζί με τον Ρωμύλο και τους δύο λαούς. Λέγεται πως κατέλαβε το Καπιτώλιο δωροδοκώντας την Ταρπηία, την κόρη …   Dictionary of Greek

  • λιονταρόψυχος — η, ο αυτός που έχει καρδιά λιονταριού, ο γενναίος: Οι λιονταρόψυχοι αγωνιστές όρμησαν στους Τούρκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυσσαλέος — α, ο 1. γεμάτος λύσσα: Τα σκυλιά όρμησαν λυσσαλέα. 2. μανιακός, παράφορος: Λυσσαλέα πάθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”